- εφόλκαιο
- τὸ (Α ἐφόλκαιον)νεοελλ.(πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου»)αρχ.πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)].
Dictionary of Greek. 2013.